- νησίγδα
- νησίγδα, a kind of dish, Philem.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νησίγδα — νησίγδα, ἡ (Α) είδος φαγητού («νησίγδα ἐν νυκτὶ ἀποδιδόασι μάσημά τι ποιόν», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek